- ειλεός
- Το δεύτερο και τελικό τμήμα του λεπτού εντέρου· επίσης, η οξεία απόφραξή του.
Ειλεοτυφλική βαλβίδα ονομάζεται ο σχηματισμός στο σημείο όπου ενώνονται ο ε. και το παχύ έντερο.
ε. εκ χολολίθου. Απόφραξη του εντέρου. Προκαλείται από χολόλιθο, ο οποίος έχει περάσει μέσα από ένα ανώμαλο κανάλι, που ξεκινά από τη χοληδόχο κύστη.
ειλεοστομία. Εγχείρηση κατά την οποία ο ε. περνά μέσα από μια τομή των κοιλιακών τοιχωμάτων και σχηματίζεται τεχνητή έξοδος, για την εκκένωση των κοπράνων σε μια σακούλα προσαρμοσμένη στο δέρμα.
* * *και ιλεός, ο (AM εἰλεός και ἰλεός)1. το κατώτατο τμήμα τού λεπτού εντέρου2. διακοπή τής κυκλοφορίας τού εντερικού περιεχομένου που προκαλείται από αποφρακτική συστροφή τού εντέρουαρχ.1. φωλιά, τρύπα άγριου ζώου2. ελεός, τραπέζι τού μάγειρα3. είδος κρασιού.[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ειλεός «στροφή», η ύπαρξη τού οποίου επιβεβαιώνεται από τη γλώσσα τού Ησυχίου «ειλεόςη τού θηρίου κατάδυσις και στρόφος», όσο και ο παράλληλος τ. ιλεός, τού οποίου το αρχικό ι οφείλεται είτε σε επίδραση τού ίλλω (πρβλ. είλιγγος-, ίλιγγος) είτε σε ιωτακισμό, συνδέονται με το ειλώ (2). Με τη σημασία «φωλιά ζώου» η λ. συνδέεται με το ειλύω (πρβλ. ειλυθμός, ειλυός, πιθ. μεταπλασμένος τ. τού ειλεός). Στο ειλεός απαντά επίθημα -εός (πρβλ. κολεός, φωλεός)].
Dictionary of Greek. 2013.